-
1 άγκυρα
άγκυρα ηякорь – древний христианский символ. В иконописи символизирует надежду, упование и твердость веры:ΦΡ.Этим.дргр. < инд. ank- «гнуть, сгибать» -
2 άγκυρα
η якорь;ρίχνω (σηκώνω) την άγκυρα — отдавать, бросать (поднимать, выбирать) якорь;
§ άγκυρα σωτηρίας — якорь спасения
См. также в других словарях:
άγκυρα — η 1. βαρύ σιδερένιο αγκυλωτό όργανο που χρησιμεύει ν ακινητούν τα πλοία: Όταν έφτασα στο λιμάνι το πλοίοέριχνε την άγκυρα. 2. στήριγμα, ελπίδα: Αυτό ήταν η μοναδική για κείνον άγκυρα σωτηρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)